- ὕπαργμα
- ὕπαργμα, ατος, τό, in pl.,A property, Parth.1.2, 8.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ύπαργμα — άργματος, τὸ, Α [ὑπάρχω] συν. στον πληθ. τὰ ὑπάργματα τα υπάρχοντα, η περιουσία … Dictionary of Greek
ὑπαργμάτων — ὕπαργμα property neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)